- λαχανοπάζαρο
- τολαχαναγορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + παζάρι. Η λ., στον λόγιο τ. λαχανοπάζαρον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαχανοπάζαρο — το η λαχαναγορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek
λαχαναγορά — η τόπος όπου πωλούνται και αγοράζονται λαχανικά και φρούτα, λαχανοπάζαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στα Πρακτικά δημοτικού συμβουλίου Αθηνών στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
λαχαναγορά — η η αγορά όπου πουλιούνται λαχανικά, λαχανοπάζαρο: Από τη λαχαναγορά ψωνίζει κανείς φθηνότερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)